- βαμβακέλαιο
- τοτο λάδι που παράγεται από τους βαμβακόσπορους, μπαμπακόλαδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ (-άκι) + έλαιο. Η λ. βαμβακέλαιο(ν) μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαμβακέλαιο — βαμβακέλαιο, το και μπαμπακέλαιο, το λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του βαμβακιού: Το βαμβακέλαιο χρησιμοποιείται και για τηγάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
βαμβακόλαδο — το το βαμβακέλαιο … Dictionary of Greek
βαμβακόπιτα — η το προϊόν που απομένει αφού αφαιρεθεί το βαμβακέλαιο από τους σπόρους του μπαμπακιού και χρησιμοποιείται ως κτηνοτροφή … Dictionary of Greek
μπαμπακόλαδο — το το βαμβακέλαιο, λάδι που εξάγεται από τα σπέρματα τού βαμβακιού … Dictionary of Greek
σπορέλαιο — το, Ν (τροφ. χημ.) γενική ονομασία για όλα τα λιπαρά έλαια φυτικής προέλευσης που λαμβάνονται με σύνθλιψη ή εκχύλιση διαφόρων ελαιούχων σπερμάτων και χρησιμοποιούνται κυρίως στη διατροφή τού ανθρώπου αλλά και για την παρασκευή ελαιοχρωμάτων και… … Dictionary of Greek
βαμβακόλαδο — βαμβακόλαδο, το και μπαμπακόλαδο, το βλ. βαμβακέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβακόπιτα — βαμβακόπιτα, η και μπαμπακόπιτα, η συμπιεσμένος βαμβακόσπορος που μένει αφού αφαιρεθεί το βαμβακέλαιο και που χρησιμοποιείται για ζωοτροφή: Οικτηνοτρόφοι ταΐζουν συχνά τα ζώα τους μπαμπακόπιτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)